Ο Νταλί έχασε τα πινέλα του και ζωγραφίζει με τα χέρια του το μυαλό μου. Θα θελα να μαι κινούμενο σχέδιο. Α κίνητο. Έμαθα εκεί που ήτανε το σπίτι σου, φύτρωσαν κυππαρίσια. Θέλουν να το κάνουνε λέει νεκροταφείο. Ανθρώπινων σχέσεων. Στη μνήμη των πεσόντων. Ποιος απο τους δυο έφυγε με τις μεγαλύτερες απώλειες; Εδώ λείπουν μόνο κάτι χαμόγελα, ένα βράδυ Σαββάτου και τα χείλια μου. Εκεί;
Ξέρεις; Μπορείς να γυρίσεις. Δε σου απαγορεύεται. Έκανα και χώρο στην ντουλάπα μου για τα ρούχα σου αυτή τη φορά. Το σπίτι μου έχει ένα τρούλο για στέγη. Ο κήπος απουσιάζει. Λόγω εποχής. Θα το βρεις εύκολα. Είναι το μόνο στη γειτονιά χωρίς τοίχους.
Θέλω να γυρίσω στο σχολείο. Να προλάβω να ρωτήσω ποιος προυπήρχε ποιανού. Το δράμα του ανθρώπου ή ο άνθρωπος του δράματος; Ποιος είναι το κατασκεύασμα και ποιος ο εφευρέτης; Ίσως πρέπει να σταματήσω να κατηγορώ τον Αισχύλο.
Εσύ πως τα βλέπεις τα πράγματα; Πως βλέπεις εσένα; Όπως σε βλέπουν; Χάθηκες...
Όπως σε βλέπω εγώ; Δεν αηδίασες ακόμα;...
Θύμισε μου να μπαλώσω τα ρούχα μου. 'Ε χουν γεμίσει τρύπες κι αυτά όπως η ψυχή μου. Μπορείς να δεις τα πάντα αμα περνάς απ' έξω τους.
Και τι πειράζει; Θύμισε μου ότι δεν πειράζει. Όπως παλιά.
Όταν ένα τραγούδι μπορεί να μαζέψει τα κομμάτια σου και ταυτόχρονα να σε σκίσει σε χιλιάδες τι μένει να πεις;
“Καμιά μοναξιά δεν είναι μικρή”. Σίγουρα.Σου απαντάω. Γι' αυτό τους ανθρώπους δε τους χωράνε πια τα σπίτια τους. Δε τους χωράνε τα αμάξια τους. Τα ρούχα τους. Κι αυτοί οι χαζοί πάνε και αγοράζουνε καινούρια. Σε μεγαλύτερα μεγέθη. Με καλύτερη επένδυση. Με περισσότερα τετραγωνικά. Με μεγαλύτερα παράθυρα-μπας και δουν φως.
Όχι αγάπη μου. Η μοναξιά μόνο μας φοράει. Δε τη φοράμε-αυτή μας ντύνεται. Αυτή να μικροδείχνει και εμείς να κρυβόμαστε τη μέρα και να βγαίνουμε τη νύχτα. Πάντα κρυμμένοι. Καλυμμένοι. Με μακιγιάζ και ασχήμια.
Κυκλοφορώ στα μπαρ που συχνάζεις. Κάθε φορά ίδια βάρδια,δεν κουράζεσαι; Ίδια τελετουργία; Πόσοι ερωτεύτηκαν το μεθυσμένο σου χορό όπως εγώ ερωτεύτηκα τα μάτια σου;
Όταν φεύγεις αφήνεις για φιλοδώρημα στον μπαρμαν τη μάσκα σου. Διαλυμένη. Αυτή που κάποτε μ' έκρυψε πίσω της-η πιο γενναία σου. Εκείνος την αδειάζει στον κάδο μαζί με το τασάκι σου. Πως είπαμε ότι σε λένε; αναρωτιέται.
Όταν φτάσεις στην πόρτα μου, πέτα το τσιγάρο σου. Δεν ανέχομαι οι συνήθειες που ακολουθείς-να σε ακολουθούν και μαζί μου.
Ξέρεις; Μπορείς να γυρίσεις. Δε σου απαγορεύεται. Έκανα και χώρο στην ντουλάπα μου για τα ρούχα σου αυτή τη φορά. Το σπίτι μου έχει ένα τρούλο για στέγη. Ο κήπος απουσιάζει. Λόγω εποχής. Θα το βρεις εύκολα. Είναι το μόνο στη γειτονιά χωρίς τοίχους.
Θέλω να γυρίσω στο σχολείο. Να προλάβω να ρωτήσω ποιος προυπήρχε ποιανού. Το δράμα του ανθρώπου ή ο άνθρωπος του δράματος; Ποιος είναι το κατασκεύασμα και ποιος ο εφευρέτης; Ίσως πρέπει να σταματήσω να κατηγορώ τον Αισχύλο.
Εσύ πως τα βλέπεις τα πράγματα; Πως βλέπεις εσένα; Όπως σε βλέπουν; Χάθηκες...
Όπως σε βλέπω εγώ; Δεν αηδίασες ακόμα;...
Θύμισε μου να μπαλώσω τα ρούχα μου. 'Ε χουν γεμίσει τρύπες κι αυτά όπως η ψυχή μου. Μπορείς να δεις τα πάντα αμα περνάς απ' έξω τους.
Και τι πειράζει; Θύμισε μου ότι δεν πειράζει. Όπως παλιά.
Όταν ένα τραγούδι μπορεί να μαζέψει τα κομμάτια σου και ταυτόχρονα να σε σκίσει σε χιλιάδες τι μένει να πεις;
“Καμιά μοναξιά δεν είναι μικρή”. Σίγουρα.Σου απαντάω. Γι' αυτό τους ανθρώπους δε τους χωράνε πια τα σπίτια τους. Δε τους χωράνε τα αμάξια τους. Τα ρούχα τους. Κι αυτοί οι χαζοί πάνε και αγοράζουνε καινούρια. Σε μεγαλύτερα μεγέθη. Με καλύτερη επένδυση. Με περισσότερα τετραγωνικά. Με μεγαλύτερα παράθυρα-μπας και δουν φως.
Όχι αγάπη μου. Η μοναξιά μόνο μας φοράει. Δε τη φοράμε-αυτή μας ντύνεται. Αυτή να μικροδείχνει και εμείς να κρυβόμαστε τη μέρα και να βγαίνουμε τη νύχτα. Πάντα κρυμμένοι. Καλυμμένοι. Με μακιγιάζ και ασχήμια.
Κυκλοφορώ στα μπαρ που συχνάζεις. Κάθε φορά ίδια βάρδια,δεν κουράζεσαι; Ίδια τελετουργία; Πόσοι ερωτεύτηκαν το μεθυσμένο σου χορό όπως εγώ ερωτεύτηκα τα μάτια σου;
Όταν φεύγεις αφήνεις για φιλοδώρημα στον μπαρμαν τη μάσκα σου. Διαλυμένη. Αυτή που κάποτε μ' έκρυψε πίσω της-η πιο γενναία σου. Εκείνος την αδειάζει στον κάδο μαζί με το τασάκι σου. Πως είπαμε ότι σε λένε; αναρωτιέται.
Όταν φτάσεις στην πόρτα μου, πέτα το τσιγάρο σου. Δεν ανέχομαι οι συνήθειες που ακολουθείς-να σε ακολουθούν και μαζί μου.