"Είπες εδώ και χρόνια:
"Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός".
Και τώρα ακόμη σαν ακουμπάς
στις φαρδιές ωμοπλάτες του ύπνου
ακόμη κι όταν σε ποντίζουν
στο ναρκωμένο στήθος του πελάγου
ψάχνεις γωνιές όπου το μαύρο
έχει τριφτεί και δεν αντέχει
αναζητάς ψηλαφητά τη λόγχη
την ορισμένη να τρυπήσει την καρδιά σου
για να την ανοίξει στο φως.
Μια καλή μεταφορά για τις επιδράσεις των περιοριστικών πεποιηθήσεων είναι ο τρόπος λειτουργίας των ματιών του βατράχου. Ο βάτραχος βλέπει τα περισσότερα πράγματα στο άμεσο περιβάλλον του, ερμηνεύει όμως μόνο τα πράγματα που κινούνται και έχουν ένα ιδιαίτερο σχήμα και σύνθεση ως τροφή. Πρόκειται για πολύ αποτελεσματικό τρόπο, αν έχει σχέση με τροφή όπως οι μύγες. Παρόλα αυτά, επειδή μόνον ένα μαύρο αντικείμενο που κινείται αναγνωρίζεται ως τροφή, ο βάτραχος θα πεθάνει της πείνας μέσα σ' ένα κουτί με νεκρές μύγες.
Μια πυκνοκατοικημένη γυναίκα ζούσε ολομόναχη στο ψηλό άδειο σπίτι. Όλες οι ταπεινώσεις των ανθρώπων, όλες τους οι διαμαρτυρίες, κρυφές και φανερές, εισβάλλανε μέσα της ανάκατες και αταξινόμητες. Αδικημένοι, φονιάδες, επαναστάτες, φτηνές πουτάνες, τρομοκράτες, γέροι, έρημοι, εγκαταλειμμένοι, προδομένοι ιδεολόγοι, όλοι ζούσανε μέσα της φυλακισμένοι, μαζί οι φτυσιές, οι κατάρες τους, σπαρακτικές επικλήσεις, μάταιες ταπεινώσεις, άγρια βογκητά, βουβά αφανέρωτα δάκρυα, όλα στριμώχνονταν μέσα της ανερώτηχτα. Χωρίς άμυνα η ίδια, πιο έρημη κι από την έρημο, θύμιζε όσο γερνούσε κορμό δέντρου.
Όχι όποιου δέντρου. Μα εκείνου που προσδιορίζει την πλατεία κάθε χωριού. Στον κορμό του γράφεται η ιστορία.
-Έλεγα πως ελάχιστα πράγματα μπορούμε να πούμε με το στόμα...Διαθέτουμε ορισμένους θορύβους, μάλλον υποτυπώδεις. Τους εκπέμπουμε σε ακανόνιστα διαστήματα. Κάποιος που έχει αυτοσυγκρατηθεί για πολύ καιρό, ξαφνικά θα εκπέμψει πολλούς, και με βιαιότητα, ακόμη κι αν πρόκειται για έρωτα... Άλλοι εκπέμπουν συνεχώς, αδιαλείπτως, και μόνον ο ύπνος τους διακόπτει. Λίγο ενδιαφέρει αν το κάνουν μόνοι ή από τα βλέμματα δύο,τεσσάρων ή οχτώ ματιών ίδιων με τα δικά τους. Κανείς δεν απαντά σε κανέναν.
Ο Νταλί έχασε τα πινέλα του και ζωγραφίζει με τα χέρια του το μυαλό μου. Θα θελα να μαι κινούμενο σχέδιο. Α κίνητο. Έμαθα εκεί που ήτανε το σπίτι σου, φύτρωσαν κυππαρίσια. Θέλουν να το κάνουνε λέει νεκροταφείο. Ανθρώπινων σχέσεων. Στη μνήμη των πεσόντων. Ποιος απο τους δυο έφυγε με τις μεγαλύτερες απώλειες; Εδώ λείπουν μόνο κάτι χαμόγελα, ένα βράδυ Σαββάτου και τα χείλια μου. Εκεί;
Ξέρεις; Μπορείς να γυρίσεις. Δε σου απαγορεύεται. Έκανα και χώρο στην ντουλάπα μου για τα ρούχα σου αυτή τη φορά. Το σπίτι μου έχει ένα τρούλο για στέγη. Ο κήπος απουσιάζει. Λόγω εποχής. Θα το βρεις εύκολα. Είναι το μόνο στη γειτονιά χωρίς τοίχους.
Θέλω να γυρίσω στο σχολείο. Να προλάβω να ρωτήσω ποιος προυπήρχε ποιανού. Το δράμα του ανθρώπου ή ο άνθρωπος του δράματος; Ποιος είναι το κατασκεύασμα και ποιος ο εφευρέτης; Ίσως πρέπει να σταματήσω να κατηγορώ τον Αισχύλο.
Εσύ πως τα βλέπεις τα πράγματα; Πως βλέπεις εσένα; Όπως σε βλέπουν; Χάθηκες... Όπως σε βλέπω εγώ; Δεν αηδίασες ακόμα;...
Θύμισε μου να μπαλώσω τα ρούχα μου. 'Ε χουν γεμίσει τρύπες κι αυτά όπως η ψυχή μου. Μπορείς να δεις τα πάντα αμα περνάς απ' έξω τους.
Και τι πειράζει; Θύμισε μου ότι δεν πειράζει. Όπως παλιά.
Όταν ένα τραγούδι μπορεί να μαζέψει τα κομμάτια σου και ταυτόχρονα να σε σκίσει σε χιλιάδες τι μένει να πεις;
“Καμιά μοναξιά δεν είναι μικρή”. Σίγουρα.Σου απαντάω. Γι' αυτό τους ανθρώπους δε τους χωράνε πια τα σπίτια τους. Δε τους χωράνε τα αμάξια τους. Τα ρούχα τους. Κι αυτοί οι χαζοί πάνε και αγοράζουνε καινούρια. Σε μεγαλύτερα μεγέθη. Με καλύτερη επένδυση. Με περισσότερα τετραγωνικά. Με μεγαλύτερα παράθυρα-μπας και δουν φως.
Όχι αγάπη μου. Η μοναξιά μόνο μας φοράει. Δε τη φοράμε-αυτή μας ντύνεται. Αυτή να μικροδείχνει και εμείς να κρυβόμαστε τη μέρα και να βγαίνουμε τη νύχτα. Πάντα κρυμμένοι. Καλυμμένοι. Με μακιγιάζ και ασχήμια.
Κυκλοφορώ στα μπαρ που συχνάζεις. Κάθε φορά ίδια βάρδια,δεν κουράζεσαι; Ίδια τελετουργία; Πόσοι ερωτεύτηκαν το μεθυσμένο σου χορό όπως εγώ ερωτεύτηκα τα μάτια σου;
Όταν φεύγεις αφήνεις για φιλοδώρημα στον μπαρμαν τη μάσκα σου. Διαλυμένη. Αυτή που κάποτε μ' έκρυψε πίσω της-η πιο γενναία σου. Εκείνος την αδειάζει στον κάδο μαζί με το τασάκι σου. Πως είπαμε ότι σε λένε; αναρωτιέται.
Όταν φτάσεις στην πόρτα μου, πέτα το τσιγάρο σου. Δεν ανέχομαι οι συνήθειες που ακολουθείς-να σε ακολουθούν και μαζί μου.
Τι θα πει καλοκαίρι; Η εκδίκηση για τον χειμώνα που πέρασε. Φωτογραφίες από χθεσινά ηλιοβασιλέματα. Χαλαρές στιγμές στην άμμο. Πύργοι από μπίρες. Εσύ. Που κολυμπάς σαν ψαράκι. Γυμνή. And the living is easy. Σιγά μην είναι. Easy είναι μόνο τα τραγούδια των Curved Air. Το βλέμμα της Ευαγγελίας κάτω από ένα πεύκο. Τα παγωμένα νερά της Σερίφου. Απ' τα αστέρια, η Μικρή και η Μεγάλη Άρκτος.
Το συνοψίζουν σε τρεις γραμμές, γιατί το φοβούνται. Το εγγράφουν σε εγχειρίδια. Σε αόρατους οδηγούς, με την εγγύηση του δημοσίου. Σε υπερχρεωμένες ελπίδες. Πρόκειται για διακοπές λένε. Από τι; Από ποιους;
Πριν από ένα μήνα ήταν η μικρότερη νύχτα του χρόνου. Πέρασε. Αρχίζουμε πάλι να βαθαίνουμε στα σκοτάδια μας,ψάχνοντας για το καλοκαίρι. Να μετεωρίζουμε τη θλίψη στα μεταχειρισμένα αυτού του κόσμου. Συνεχίζουμε να αντικρίζουμε ιμιτασιόν θαύματα. Συνεχίζουμε τις φωτοτυπίες.
Γιατί το πρωτότυπο έχει χαθεί.
>Σταύρος Σταυρόπουλος-απόσπασμα από το βιβλίο "Πιο νύχτα δεν γίνεται"<
Ποτέ στ' αλήθεια δεν πίστεψα ότι πρόκειται για διακοπές.Περισσότερο για συνέχειες μου κάναν. Μικρές συνέχειες μιας ζωής που διαλύεται και επανασυναρμολογείται. Οικειοθελώς.
Το κύμα που πέρασε μόλις, σε κατάπιε.
Ο αέρας που σήκωσε δεν ήταν απλό βοριαδάκι,σε αναποδογύρισε.
Σου είχα πει να προσέχεις τα σημάδια του καιρού,
αυτός δεν αστειεύεται...
Όταν σ'έβλεπα στα όνειρα μου,
τα πάντα σου ήταν τυλιγμένα με σαντιγί.
Καπρίτσιο μου ό,τι αγαπώ να το κάνω να μοιάζει παραμύθι.
Καπρίτσιο μου στα παραμύθια να μη πιστεύω σε δράκους.
Ώσπου...
Ο άνεμος φάνηκε πιο δυνατός από το χάρτινο περίβλημα σου.
Τα τίναξε όλα από πάνω μου.
Μ' άφησε με ελάχιστα. Αυτά που κρίνει απαραίτητα.
Τώρα η σαντιγί σου έχει ένα άρωμα κανέλας
κι εγώ θα νιώθω για πάντα πως περπατάω στην άμμο του νησιού που σε γκρέμισε.
Ως πότε θα τρώω για πρωινό τη σκέψη μου
και θα σερβιρίζομαι με τον καφέ σου;
Ως πότε θα κοιμάμαι με ένα μολύβι κάτω απ' το μαξιλάρι
μήπως τάχα το βράδυ όταν κοιμάμαι, περάσει κάτι όμορφο
και έτσι άοπλη που θα με βρει,
θα με αφήσει το πρωί όταν ξυπνήσω να το έχω κιόλας ξεχάσει
(για να με τιμωρήσει)
μυρίζουν λέξεις οι στιγμές σου κι αλήθεια
γιατί ποτέ δεν είδα το άρωμα σου;
μήπως το έθαψες κι αυτό μαζί με τα χαμόγελα που μου πήρες όταν έφυγες;
και τώρα που το έργο τελείωσε και δεν πειράζει αν μάθω,
σε παρακαλώ πες μου που πηγαίνουν όσοι φεύγουν;
πες μου αλήθεια συγκεντρώνονται όλοι μαζί σ' ένα μεγάλο δωμάτιο;
συζητάνε εκεί;μήπως τα πίνουν;μήπως θέλουν να γυρίσουν πίσω;
θα τους ρωτήσεις όταν τους δεις;
γιατί στ' αλήθεια κοντεύω να στραμπουλήξω τα μάτια μου
βλέποντας και ξαναβλέποντας τα ίδια.
έχω μάθει απ'έξω όλους τους διαλόγους-κι αν ήταν και πρωτότυποι θα πήγαινε στα κομμάτια αλλά...
έχω ζυγιάσει κάθε σκηνικό, έχω επιμεληθεί της μουσικής.
και στο ορκίζομαι ακόμα ακούω τη τζάνις τζόπλιν
να εκλιπαρεί να της πάρουν ακόμα ένα κομμάτι.
ελπίζω τουλάχιστον εκείνη κάποιος να την άκουσε.
το δέρμα μου γεμάτο γκρεμούς
τα δάχτυλα μου ράγες-σπασμένες-να θυμίζουν πως κάποτε
εδώ τρέχανε όνειρα και ξεκινούσαν ιστορίες
το στόμα μου μετατράπηκε σε ναρκοπέδιο
δεν μπορεί να ανοίξει-φοβάται μη ξαφνικά φτύσει
καμιά από τις νάρκες που του χάρισες-γλυκά
κι έτσι το κορμί θα χάσει κάθε απόδειξη λεηλασίας του
οι αποδείξεις λεηλασίας της ψυχής-μου είπανε-δεν προσμετρώνται στα δικαστήρια
θα χάσω τη δίκη
βύθισα τα όνειρα μου στον πάτο μιας θάλασσας
-ούτε θυμάμαι τ'όνομα της πάνε χρόνια-
και τα δεσα με το κορμί μου
για να μην εξεγερθούνε καμιά μέρα
και βγούν στην επιφάνεια
τώρα όταν το αίμα μου εξατμίζεται αφήνει ένα στρώμα σκουριάς
και η εστίαση του φακού μοιάζει να χάνεται όταν περνάς εσύ από μπροστά
η επιγραφή δηλώνει "ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ ΑΚΑΤΟΙΚΗΤΗ"
και την έμπηξες βαθιά στα μάτια μου την ώρα που έφευγες
ευχαριστώ που προνόησες να πάρεις και τα χαμόγελα μου μαζί
...Να βυθίζεσαι στον εαυτό σου και, ώρες ολόκληρες, να μην ανταμώνεις εκεί κανέναν-αυτός πρέπει να ναι ο ανώτερος του καθενός στόχος. Να σαι μοναχός-όπως ήσουν μοναχός στα παιδικά σου χρόνια, όταν οι μεγάλοι πηγαινόρχονταν, μπερδεμένοι σε πράματα, που σου φαίνονταν σοβαρά και σπουδαία μόνο και μόνο επειδή αυτοί ήταν τόσο πολύ απασχολημένοι μαζί τους κι επειδή εσύ δεν καταλάβαινες τίποτα απ' ό,τι έκαναν.
Κι έρχεται μια μέρα, που νιώθεις πως οι ασχολίες τους είναι κακομοίρικες, τα επαγγέλματα τους κοκαλωμένα και χωρίς πια δεσμούς με τη ζωή...Γιατί, τότε, να μην εξακολουθήσεις να τα βλέπεις όπως το παιδί, σαν κάτι ξένο, απ' τα βάθη του δικού σου του κόσμου, απ' την απεραντοσύνη της μοναξιάς σου, που είναι αυτή δουλειά και θέση και επάγγελμα; Γιατί θες να ανταλλάξεις το σοφό "δεν-καταλαβαίνω" του παιδιού, με τον αγώνα και την περιφροσύνη, μια και "δεν-καταλαβαίνω" θα πει "είμαι μονάχος", ενώ "αγωνίζομαι και περιφρονώ" θα πει "παίρνω μέρος σε κείνα ίσα ίσα τα πράματα που θέλω, μ' αυτόν τον τρόπο να τα κρατήσω μακριά μου";
"Στη μνήμη των αρχαίων μυγών, των κατεστραμμένων βατράχων, των καμμένων στη φωλιά τους σφιγγών, στη μνήμη εκείνων των πουλιών που τραγουδούσαν τις νύχτες στο βάθος της αϋπνίας-οι αισιόδοξοι των ωραίων ημερών ας ψοφήσουν, ας ψοφήσουν για τη χυδαιότητα τους, στη μνήμη του θροΐσματος των ψηλών δέντρων κάτω απ' τη βροχή, στη μνήμη των τσουκνίδων που γέρνουν τα άσπρα τους κεφάλια πάνω στους τάφους των φτωχών γάτων, κλεισμένων σε κουτιά από μπισκότα, στη μνήμη της Μαρίας που είχε το μπακάλικο, στη μνήμη της κάλπικης Ανν-Κλαρίς, στη μνήμη εκείνου του βρωμιάρη, του θείου Εντουάρ, στη μνήμη των συζυγικών σεντονιών που στεγνώνουν απλωμένα στον αέρα της εξοχής, στη μνήμη των αναποδογυρισμένων ποτηριών, των γεμάτων σταχτοδοχείων και της κομπρέσας που το πρωί βρισκόταν πεταμένη στο σβηστό τζάκι του σαλονιού, στη μνήμη των φεγγαριών του οικοτροφείου, στη μνήμη των νεροκολόκυθων και των νυχτερινών δραπετεύσεων στο βρεγμένο χώμα, στη μνήμη των ύπνων που τους διακόπτουν λυγμοί και προσευχές, στη μνήμη όλων αυτών που στη διάρκεια της μακρόχρονης, ατέλειωτης αναβολής δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μόνο ψέμα και χλωμή επανάληψη, ως την αποκάλυψη αυτής της ύπαρξης, αυτής της γυναίκας, της απόλυτης, θερμής, όμορφης, συγκινητικής, ικανής να δώσει τα πάντα-με το κεφάλι ακουμπισμένο στην κοιλιά της Μπλανς, κρατώντας την πίπα του, κλαίγοντας και γελώντας, σήκωνε το ποτήρι του."
Απόσπασμα από το βιβλίο "Οι νύχτες μου είναι πιο όμορφες από τις μέρες σας" της Raphaele Billetdoux..για το χρονικό ενός έρωτα..έτσι όπως θα ήθελε να είναι..έτσι όπως θα ήθελε να μετατρέπει τις νύχτες σε μέρες..κι αυτές σε άπειρο..
ο καθένας στο μικρόκοσμο του βυθισμένος δες. κι αν κάπου κάπου κάποιος μοιάζει να εισβάλει σ' αυτόν, ψέματα είναι. κάτσε και θα δεις.
δεν θα το κάνει από κακό. όχι όχι κάθε άλλο.θα νομίζει ότι μπορεί να αντέξει τόσο βάθος. θα παινεύεται ότι είναι δυνατός. αλλά αγάπη μου πόσες φορές θα στο πω; για να γίνουν τα δύο ένα δε θέλει δύναμη. θέλει αγάπη. κι αυτό προϋποθέτει αδυναμία και ευάλωτες παρουσίες. που είναι;βλέπει καμιά τους εδώ;
όχι όχι δε θέλω να τρομάξω κανένα.τώρα να..φεύγω κι εγώ.. είναι απόφαση. όχι επιλογή αδιεξόδου. δεν μπορείς να τους κάνεις να δουν. να τους φωνάξεις για να ακούσουν.
θέλω να μιλάω ψιθυριστά και να διαβάζουν τα μάτια μου. όταν ντρέπομαι να κοιτάζω το πάτωμα και να με παίρνουν αγκαλιά. όταν κλαίω να μη σκουπίζουν τα δάκρυα μου, αλλά να τα αφήνουν να κυλάνε. γι' αυτό γεννήθηκαν-να ξαλαφρύνουν ένα παράπονο ήθελαν μη τα διακόπτεις. να μη με λυπούνται που πονάω, να με φιλάνε γλυκά και να μου κλείνουν το μάτι γιατί είμαι ακόμα άνθρωπος και μακάρι να καταφέρω να παραμείνω.
γιατί όταν μου λες ότι πιστεύεις σε μας τους δυο κι ύστερα φεύγεις και μ' αφήνεις με τον πόνο και των δυο αγκαλιά και μου ζητάς να βρω μια λύση..μόνη..με προδίδεις. γιατί κι εγώ πρέπει επιτέλους να μάθω πως όταν κόσμος σου γίνεται ο μικρόκοσμος ενός ανθρώπου αποφασισμένου να ζήσει μόνος του σ' αυτόν μάλλον η παρουσία σου τον ενοχλεί και ό,τι κι αν δίνεις μοιάζει σαν δώρο ένα καθρέφτη σε σπίτι τυφλών. τίποτα δεν είδες από μένα. τίποτα δεν ένιωσες από σένα. λυπάμαι.
Από την Κυριακή προσπαθώ να πιαστώ από ένα οποιοδήποτε σημείο για να ιδώ. Το ξάφνισμα απο την ασυνήθιστη για μένα φύση, από καινούριες αισθήσεις, με απλώνει τυφλό. Ο ρυθμός πρέπει να ρθει αργότερα, αν έρθει η λιγοστή μου έκφραση, που προυποθέτει χρόνια εσωτερικής δουλειάς και οδύνης. Τώρα ξέρω πως έτσι είμαι. Περιμένω. Άλλοτε το συναίσθημα της αδυναμίας να εκφραστώ, σε μακριές και βαριές περιόδους της ζωής μου, με κλόνιζε και με απέλπιζε. Τώρα που ξέρω πως τίποτε δε γίνεται αν δε σημάνει η στιγμή της απόδοσης, μπορώ να αναγκάσω τον εαυτό μου να επιμείνει με άλλο τρόπο. Αλλά πόσα χρόνια χρειάστηκαν(αυτά που λέω χαμένα χρόνια) γι' αυτό το κέρδος;
Μέχρι και οι σφαίρες χτυπούν πια κατά λάθος.
Μέχρι και κράτη διαλύονται πια επειδή κάποιος,κάπου και κάποτε δεν ήξερε.
Μέχρι και αγάπες εξατμίζονται επειδή ο ένας ή και οι δύο, μια νύχτα, νόμισαν.
Το ξέρω...τα μεγαλύτερα λάθη γίνονται από άγνοια.
Αυτό όμως κανέναν δε δικαιολογεί!
Και ξαφνικά το δέρμα μετατράπηκε σε βράχια..σκληρά, άκαμπτα, απρόσιτα, επικίνδυνα... Για να χωρίζει 2 θάλασσες. Η μία είναι χωρίς όνομα. Πάντα τη θυμάμαι να περιμένει τη σειρά της. Σιωπηλή. Χωρίς παράπονα. Λέει μόνο όσα πρέπει. Κι από την άλλη εκείνη η θάλασσα...Η μαύρη απ'το κακό της, που απορείς μ τη φουρτούνα της. Κάνει τόσο θόρυβο στην ακτή της. Φοβάσαι μέχρι και να βουτήξεις τα πόδια σου. Συστήνεται με το όνομα “Οι άλλοι ” και πάντα μα πάντα έρχεται αργοπορημένη...
Κάθε ώρα, κάθε στιγμή είσαι υπεύθυνος για μία επιλογή..που μπορεί να σε πάει πίσω, να σε αφήσει εκεί που είσαι ή να σε σπρώξει μπροστά.Αλλάζω μάτια, παίρνω στα σοβαρά την αλήθεια σου και αρχίζω να μαθαίνω να ζω..απ' την αρχή.
Not that the summer is less pleasant now
Than when her mournful hymns did hush the night,
But that wild music burthens every bough,
And sweets grown common lose their dear delight.
Therefore like her I sometime hold my tongue,
Because I would not dull you with my song.
Όταν αρχίσεις να ανήκεις στην πλειοψηφία των ατόμων που χαιρετάω μηχανικά και από την ολότητα του είναι μου τυπικά, τότε ναι! να αρχίσεις να φοβάσαι...γιατί τότε όλα θα έχουν τελειώσει και εσύ στο σημείο καμπής θα έχεις χάσει το παιχνίδι.Θα έχεις μπει σε καλούπι και θα ναι αργά.
το θύμα σου...αυτό που άφησες να κείτεται στην άκρη του δρόμου, αβοήθητο...ελπίζω μόνο να θυμάσαι που το άφησες.γιατί το ξέρεις και το ξέρω.κάποτε θα γυρίσεις να το βρεις.
δε θα με δεις ποτέ έτσι όπως είμαι.πάντα θα επιπλέει πάνω μου όταν σου μιλώ η αδυναμία μου για σένα.ποτέ ο αληθινός μου εαυτός.και τι κρίμα, τον έφτιαξα τόσο ωραίο τις τελευταίες μέρες.και τι ειρωνεία, το έκανα για σένα, αλλά εσύ ποτέ δε θα το δεις.πάντα θα βλέπεις άλλα..εκείνα τα άσχημα. . .
Θα γίνω μια απ' αυτές τις κοπέλες που περιμένουν στην άκρη του δρόμου όταν μιλάς με κάποιον γνωστό. Μια απ'αυτές που σε ψάχνουν με τα μάτια όσο εσύ κάτι μοιάζεις να ψάχνεις τριγύρω. Μια απ' αυτές που σιωπούν για να σου αφήσουν χώρο να φωνάξεις. Μια απ' αυτές που ξέρουν ότι το κλάμα είναι ένα χαμόγελο...εκφρασμένο απλά στον υπερθετικό. Δε μ' ενοχλεί...